- παρασυλλογιστικός
- παρασυλ-λογιστικός, ή, όν,A fallacious, EM35.28.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρασυλλογιστικός — ή όν, Α [παρασυλλογίζομαι] 1. έμπειρος και συγχρόνως συνετός 2. απατηλός … Dictionary of Greek